A B C D E F G H I J K L M N O Ò P Q R S T U V W X Y Z Α Ά Β Γ Δ Ε Έ Ζ η Ή Θ Ι Ί Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Ό Π Ρ Σ Τ Υ Ύ Φ Χ Ψ Ω Ώ
Ωχρότητα, κιτρίνισμα (ες) - μια ασθένεια;
Ατυχία, κακή τύχη (id.
"Για να έχουν ένα χλωμό εμφάνιση")