A B C D E F G H I J K L M N O Ò P Q R S T U V W X Y Z Α Ά Β Γ Δ Ε Έ Ζ η Ή Θ Ι Ί Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Ό Π Ρ Σ Τ Υ Ύ Φ Χ Ψ Ω Ώ
ΣΤΕΝΟ - "στενοκεφαλιά", "στενοκεφαλιά" (ηλίθιος), «όραμα σηράγγων". "Πηγαίνοντας μέσα από ένα στενό, διάδρομο" - τη δυσκολία, δυσκολία, που πάσχουν