A B C D E F G H I J K L M N O Ò P Q R S T U V W X Y Z Α Ά Β Γ Δ Ε Έ Ζ η Ή Θ Ι Ί Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Ό Π Ρ Σ Τ Υ Ύ Φ Χ Ψ Ω Ώ
Μοσχάρι - «δαμαλίδα» - ένας νέος, άπειρος αδέξια ηλίθιο νεαρό άνδρα;
«γκόμενα» - κορίτσι;
"Χρυσό Μοσχάρι»
Ασυμφωνία στις υποθέσεις της