A B C D E F G H I J K L M N O Ò P Q R S T U V W X Y Z Α Ά Β Γ Δ Ε Έ Ζ η Ή Θ Ι Ί Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Ό Π Ρ Σ Τ Υ Ύ Φ Χ Ψ Ω Ώ
τσιτσίρισμα - να μεταφέρει φήμες
τσιτσίρισμα - να επιτίθεμαι σε σας από τη μητέρα, τη γυναίκα