A B C D E F G H I J K L M N O Ò P Q R S T U V W X Y Z Α Ά Β Γ Δ Ε Έ Ζ η Ή Θ Ι Ί Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Ό Π Ρ Σ Τ Υ Ύ Φ Χ Ψ Ω Ώ
σφραγίσει - μια ασθένεια της στοματικής κοιλότητας;
Χρειάζεται μια επίσκεψη στον οδοντίατρο
σφραγίζεται με τίποτα - για να δικαιολογήσει την εμπιστοσύνη
σφραγισμένο δόντι - θα κλείσει το deal