A B C D E F G H I J K L M N O Ò P Q R S T U V W X Y Z Α Ά Β Γ Δ Ε Έ Ζ η Ή Θ Ι Ί Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Ό Π Ρ Σ Τ Υ Ύ Φ Χ Ψ Ω Ώ
πνίξει - να διαπράττουν το ασυγχώρητη αμαρτία σύντομα.
πνίξει στα τρόφιμα - απληστία:.
Είτε είστε κάποιος κάτι αποτύχει, ή να μην δώσει ό, τι ζητήσετε