A B C D E F G H I J K L M N O Ò P Q R S T U V W X Y Z Α Ά Β Γ Δ Ε Έ Ζ η Ή Θ Ι Ί Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Ό Π Ρ Σ Τ Υ Ύ Φ Χ Ψ Ω Ώ
ΚΡΕΜΑΣΜΑ - "κρεμάσει σε κάποιον" - αγάπη, εγωιστική κατανάλωση;
"Κρεμάστε σε ένα string" - τα δεινά της κρίσης;
«για το κρέμασμα του συστήματος» - κινητικότητα, δυναμική. "Κρεμάστε σε ένα σχοινί" - κρεμάστηκε